-
1 ход
ходм1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):\ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:\ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων3. (вход, проход) ἡ είσοδος:парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια -
2 ход
ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση* * *м1) η πορεία; η κίνηση ( движение)2) η εξέλιξη ( развитие)ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων
в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων
3) ( вход) η είσοδοςход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή
4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση••пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
-
3 пускать
пускатьнесов1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:\пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:\пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:\пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:\пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:\пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις. -
4 движение
движени||ес1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών. -
5 пустить
пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•пустить на волю αφήνω ελεύθερο•
он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.
2. επιτρέπω•я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•
пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.
|| βγάζω στη βοσκή•пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.
|| παλ. στέλλω επιστολή.3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•
пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.
|| αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•пустить в переработку επεξεργάζω•
пустить в продажу βγάζω για πούλημα•
пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•
пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.
|| με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•
все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).
4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•
пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•
пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.
5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•пустить слух διαδίδω φήμη•
пустить сплетню κουτσομπολεύω.
|| λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).6. βγάζω, (ανα)φύω•пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•
пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).
7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.εκφρ.пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•пустить в оборот – βάζω σε χρήση.1. ξεκινώ, εκκινώ•пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•
пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•
пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.
2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι. -
6 пускать
1. (разрешать) επιτρέπω 2. (приводить в действие) βάζω σε κίνηση, βάζω εμπρός- в ход βάζω σε λειτουργία, βάζω σε κυκλοφορία3. (отпускать) αφήνω 4. (впускать, пропускать) επιτρέπω, αφήνω 5 (воду, пар и т.п.) ανοίγω 6. (давать росток, корни) ριζοβολώ, πιάνω ρίζες, ριζώνω 7. (под-вергать какому-л. действию) βάζω, τοποθετώ' - в переработку - για επεξεργασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пускать
-
7 пускать
пускать, пустить 1) (дать пройти) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει 2) (привести в движение ) βάζω σε κίνηση* * *= пустить1) ( дать пройти) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει2) ( привести в движение) βάζω σε κίνηση -
8 приводить
приводитьнесов1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:\приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:\приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):\приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα. -
9 активировать
-
10 шевелить
-велю, -велишьρ.δ.1. μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω•ветер -ит сучья деревьев ο άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων.
|| ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανασκαλίζω•шевелить соко αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)•
шевелить угли в печке ανασκαλίζω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.
2. μτφ. ανακινώ, αναδεύω• διεγείρω• κινώ, βάζω σε κίνηση•старые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνήσεις•
он такой вялый; надо его шевелить είναι τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς.
3. θροώ, θροϊζω.1. κινούμαι, κουνιέμαι•листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται από τον άνεμο•
в строю шевелить нельзя στη σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση•
он ещё не умер, -ится αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται.
2. μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. || ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ.3. (προστκ.)ись-йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνήσου, κουνηθείτε.εκφρ.- ятся деньги – παλ. υπάρχουν χρήματα. -
11 всколыхнуть
всколыхнутьсов1. ἀναταράζω, σαλεύω, σείω, ἀνακινώ·2. перен βάζω σέ κίνηση, ξεσηκώνω, διεγείρω. -
12 двигать
двигатьнесов1. κουνώ, κινῶ/ βάζω σέ κίνηση (приводить в движение)! μετακινώ (переставлять)! σπρώχνω (подталкивать)·2. (шевелить) σαλεύω, κουνώ·3. перен (содействовать развитию) προωθώ· ◊ им движет чу́вство сострадания ὠθείται (или κινείται) ἀπό αίσθημα οίκτου. -
13 всколыхнуть
-ну, -нёшь ρ.σ.μ.1. ταράσσω, -ζω, κουνώ, ταλαντεύω, κυματίζω, κυμαίνω’ ветерок -ул рожь το αεράκι κυμάτισε τη βρίζα.2. μτφ. αναδεύω, βάζω σε κίνηση, κινητοποιώ• συγκινώ.ταράσσομαι, κουνιέμαι, ταλαντεύομαι•занавеска -лась το κουρτινάκι κουνήθηκε.
|| μτφ. ταράσσομαι, σκιρτώ• αναταράσσομαι, κινητοποιούμαι ολόκληρος. -
14 ход
-а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•ход вперд κίνηση προς τα μπρος•
ход поезда η κίνηση του τρένου•
тихий ход σιγανή κίνηση•
полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•
средний ход μέση ταχύτητα•
два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•
дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•
пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•
работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•
всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•
на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•
по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.
|| η ταχύτητα•замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.
|| παλ. • εκκλσ. πομπή• λιτανεία•крестный ход η περιφορά του σταυρού.
2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•
ход сражения η εξέλιξη της μάχης•
постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•
ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.
3. λειτουργία•плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•
4. κίνηση με, δια•колсный ход η κίνηση με τροχούς•
гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•
коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.
5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•
ход тузом το παίξιμο με τον άσο.
|| η σειρά έναρξης•твой ход η σειρά σου (να παίξεις).
6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.8. είσοδος•ход парадный η κύρια είσοδος•
чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•
ход со двора είσοδος από την αυλή•
потайной ход κρυφή είσοδος•
комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.
|| δίοδος, πέρασμα, διάβαση•подземный ход υπόγεια βιάβαση.
|| μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.εκφρ.на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•-ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•своим -ом – με το δικό μου τρόπο•дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•- у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε. -
15 ввести
ввести 1) εισάγω \ввести в га вань εισπλέω 2) (устано вить) καθιερώνω, εγκαθιστώ \ввести в действие (в строй ) θέτω (ала βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση) ◇ \ввести кого-л. в курс... πληροφορώ (ала ενημερώνω) κάποιον...* * *1) εισάγωввести́ в га́вань — εισπλέω
2) ( установить) καθιερώνω, εγκαθιστώввести́ в де́йствие (в строй) — θέτω ( или βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση)
••ввести́ кого́-л. в курс... — πληροφορώ ( или ενημερώνω) κάποιον…
-
16 двигать
-аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.
|| μτφ. προωθώ, μετακινώ•двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.
|| κινώ με•двигать руками κινώ με τα χέρια.
2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•
двигать дело προωθώ την υπόθεση.
4. υποκινώ, παρακινώ•им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•
им двигает страсть κινείται από πάθος•
им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).
5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.εκφρ.еле ή с трудом – κ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.
2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση. -
17 приводить
1. мат. ανάγω, (μετα)τρέπω 2. (сообщать что-л. в подкрепление своего мнения, сослаться на что-л.) παραθέτω, φέρ(ν)ω, παρουσιάζω, προσκομίζω, αναφέρω, προβάλλω 3. (точно совмещать) φέ-ρ(ν)ω σε αντιστοιχία 4. (выходную величину к входной) συσχετίζω, παραπέμπτω 5. (в движение) βάζω/θέτω (σε κίνηση) 6. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρ(ν)ω- в исполнение θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ7. (ведя, доставлять куда-л.) φέρω, προσάγω 8. (указывать дорогу) οδηγώ, φέρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приводить
-
18 включить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ченный, βρ: -чен, -чена, -чено, ρ.σ.μ.1. συμπεριλαβαίνω• συγκαταλέγω•включить в повестку дня συμπεριλαβαίνω στην ημερήσια διάταξη.
2. συνδέω, βάζω εμπρός, σε κίνηση, πατώ το κουμπί•включить мотор βάζω μπρος στο μοτέρ.
1. συμπεριλαβαίνομαι.2. συνδέομαι. -
19 под
под 1-а α.βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.под 2κ. подо (πρόθεση).I.Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•
ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.
2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•
под арест υπό κράτηση•
под угрозу υπο ή με την απειλή•
отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•
отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.
3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.
4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•под воскреснье κατά την Κυριακή•
под праздник κοντά τη γιορτή•
под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•
под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•
-вечер κατά το βράδυ•
под утро κατά το πρωί•
ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).
5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•под шум κάτω από τον θόρυβο•
под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•
петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
6. (προορισμό)• για•бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•
склад под овощи αποθήκη λαχανικών.
7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•
под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.
|| (για όργανο, εργαλείο)• με•остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.
8. με, επί•выдать под расписку δίνω με υπογραφή•
под честное слово με λόγο τιμής.
II.Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).1. κάτω απο•стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•
сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•
под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).
|| (για επίδραση) κάτω απο•под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.
2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•
под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
|| με•под замком με κλειδωνιά•
под ключом με το κλειδί.
3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•
под тяжестью λόγω της βαρύτητας.
4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•
битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.
5. (προορισμό)• για•банка под вареньем βάζο για γλυκό•
склад под овощами αποθήκη λαχανικών•
поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.
6. με, υπό•судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•
под псевдонимом με το ψευδώνυμο•
под именем με το όνομα•
под названием με την ονομασία.
|| με•под соусом με σάλτσα.
|| με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.
-
20 привести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. приведяρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•
побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•
обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•
привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•
-к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•
привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•
привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•
привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.
2. βάζω, θέτω•привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.
3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•привести в готовность ετοιμάζω•
привести в исполнение εκτελώ•
привести в порядок τακτοποιώ•
привести в негодность αχρηστεύω.
|| (μαθ.) τρέπω•привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.
4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•
привести к поражению οδηγώ στην ήττα.
5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•привести пример φέρω παράδειγμα•
привести аргументы φέρω επιχειρήματα•
он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.
εκφρ.привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•-дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
αμολάω — και αμολάρω (λ. ιταλ.), ησα, ήθηκα, ημένος 1. χαλαρώνω, αφήνω: Αμόλα σκοινί, αμόλα! 2. βάζω σε κίνηση, εξαπολύω: Αμόλησε τα σκυλιά κατά πάνω τους. 3. το μέσ., αμολιέμαι ή αμολιούμαι τρέχω: Αμολήσου (προστ. αορ.) να τον προλάβεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek
εμπρός — Τίτλος ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας, που ιδρύθηκε το 1896 από τον Δημήτριο Καλαποθάκη. Στην εφημερίδα συνεργάστηκε ο Κωστής Παλαμάς, υπογράφοντας με το λατινικό γράμμα W, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που έγραψε χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης,… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek